- τερηδονισμός
- τερηδον-ισμός, ὁ,A carious condition,
κρανίου Heliod.
ap. Orib.46.22 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρανίου Heliod.
ap. Orib.46.22 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τερηδονισμός — ὁ, Α [τερηδονίζομαι] κατάσταση σήψης … Dictionary of Greek
τερηδονισμοῦ — τερηδονισμός carious condition masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)